- γκρουμ
- ονεαρός υπηρέτης με στολή σε ξενοδοχεία, καταστήματα κ.λπ.[ΕΤΥΜΟΛ. < (αγγλ.) groom «ιπποκόμος»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πέιτζ — ο άκλ. (σε ξενοδοχείο) νεαρός ακόλουθος, γκρουμ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. page < ιταλ. paggio πιθ. < παιδίον < παῖς] … Dictionary of Greek
Σλοβενία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Αυστρία, στα ΒΑ με την Ουγγαρία, στα Δ με την Ιταλία, και στα Ν ΝΔ με την Κροατία.Η Σλοβενία είναι μια χώρα λίγο μικρότερη σε έκταση από την Πελοπόννησο. Βρίσκεται στο βόρειο άκρο της… … Dictionary of Greek